μυελοπάθεια

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. γενική ονομασία τών παθήσεων του νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myelopathy (< μυελός + -πάθεια < -παθής < πάσχω)].