μυελόφθιση

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

η
ιατρ. καταστροφή ή απλασία του μυελού τών οστών η οποία προκαλεί σημαντική μείωση τών έμμορφων στοιχείων του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myelophthisis (< μυελός + φθίση)].