μυθουργός

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source

Greek Monolingual

μυθουργός, ὁ (Μ)
αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -ουργός (< ἔργον)].