μυογράφος

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

Greek Monolingual

ο
φυσιολ. αυτογραφική συσκευή που εγγράφει τις μυϊκές συστολές, αλλ. ηλεκτρομυογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myographe (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].