μυριόδεντρος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
-η, -ο
(για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν πάρα πολλά δέντρα, πολύ δασώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -δεντρος (< δέντρο)].