μυριόδεντρος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

-η, -ο
(για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν πάρα πολλά δέντρα, πολύ δασώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -δεντρος (< δέντρο)].