εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)
μῠροδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος ἢ περιέχων μύρον, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 908A.
μυροδόχος, -ον (ΑΜ)(για λάρνακα αγίων) αυτός στον οποίο περιέχεται μύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. τεφροδόχος].