μυρτωτή

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρτωτή Medium diacritics: μυρτωτή Low diacritics: μυρτωτή Capitals: ΜΥΡΤΩΤΗ
Transliteration A: myrtōtḗ Transliteration B: myrtōtē Transliteration C: myrtoti Beta Code: murtwth/

English (LSJ)

ἡ, a kind of vase patterned with myrtle-sprays, AJA31.349.

Greek Monolingual

μυρτωτή, ἡ (Α)
είδος αγγείου διακοσμημένου με ανάγλυφους ή ζωγραφισμένους βλαστούς μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. μυρτ-ωτός (< μύρτος), πρβλ. κηρωτή].