μυωδυνία

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. μυαλγία, πόνος τών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myodynie < μυς «μυς του σώματος» + οδύνη].