μόγγας

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek (Liddell-Scott)

μόγγας: ἢ μογγάς, ὄνομα εἴδους μανιώδους ὀρχήσεως, παρ’ Ἀθην. 629D, πρβλ. κερνοφόρος, θερμαστρίς.