μόγγας
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Greek (Liddell-Scott)
μόγγας: ἢ μογγάς, ὄνομα εἴδους μανιώδους ὀρχήσεως, παρ’ Ἀθην. 629D, πρβλ. κερνοφόρος, θερμαστρίς.