μὴδή

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monotonic

μὴδή: μήπως..., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, μὴδῆτα, σε Αισχύλ. κ.λπ.