νάστης
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
νάστου, ὁ, = ναστήρ (inhabitant), Hsch.
German (Pape)
[Seite 230] ὁ, Bewohner, Einwohner, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νάστης: -ου, ὁ, (ναίω), «οἰκιστής. καὶ κύριον ὄνομα» Ἡσύχ.· ναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ζωναρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
Greek Monolingual
νάστης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκιστὴς καἰ κύριον ὄνομα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νασ- του ρ. ναίω + κατάλ. -της (πρβλ. μετανάστης)].