ναιέτης

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

German (Pape)

[Seite 227] ὁ, Bewohner, Einwohner, Simonds. 10; gew. ναέτης, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

ναιέτης: ου ὁ = ναέτης.