ναοδόμος

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱοδόμος Medium diacritics: ναοδόμος Low diacritics: ναοδόμος Capitals: ΝΑΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: naodómos Transliteration B: naodomos Transliteration C: naodomos Beta Code: naodo/mos

English (LSJ)

ναοδόμον, (δέμω) temple-building, τέχνη Epigr.Gr.409.4 (Arycanda).

Greek (Liddell-Scott)

νᾱοδόμος: -ον, (δέμω) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ.

Greek Monolingual

ναοδόμος, -ον (Α)
αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομίαναοδόμος τέχνη», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, οικο-δόμος.