ναρδόσταχυς

English (LSJ)

υος, ὁ, = νάρδος (nard), Dsc. 2.16, Gal. 6.339.

German (Pape)

[Seite 229] υος, ἡ, die ährenförmige Blüte der Narde; Schol. Nic. Ther. 605; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ναρδόσταχυς: -υος, ὁ, ἴδε νάρδος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ναρδόσταχυς)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βαλεριανίδες της τάξης ρουβιώδη και από διάφορα είδη του οποίου λαμβάνονται έλαια που χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα ακόμη στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού φυτού» + στάχυς (πρβλ. και λατ. nardostachys)].