ναρκίον
From LSJ
ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
l'outre HSCH.
Étymologie: cf. λάρκος.
Greek (Liddell-Scott)
ναρκίον: «ἀσκὸν [λαρ-]» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ναρκίον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσκόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται μάλλον με τα λάρκος, λαρκίον, νάρναξ και όχι με το νάρκη.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: ἀσκόν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: DELG considers connection with λάρκος, λαρκίον and perhaps νάρναξ, and rejects connection with νάρκη.