ναρκαλιεία
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
η ναρκαλιεύω
η επιχείρηση περισυλλογής και εξουδετέρωσης ναρκών για την πλήρη εκκαθάριση θαλάσσιου ναρκοπεδίου ή για τη δημιουργία ενός διάπλου ασφαλείας προκειμένου να περάσουν μέσα από αυτόν χωρίς κίνδυνο τα πλοία.