εκκαθάριση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ. όσων θεωρούνται ανίκανοι ή ανεπιθύμητοι
2. τελειωτικός καθορισμός («εκκαθάριση εξόδων»)
3. (για λογαριασμό) ο καθορισμός του χρεωστικού ή πιστωτικού υπολοίπου προσωπικού λογαριασμού
4. το αντίγραφο λογαριασμού που αποστέλλεται στον κύριο πωληθέντος εμπορεύματος.