ναυπηγώ
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
(Α ναυπηγῶ, -έω) ναυπηγός
κατασκευάζω πλοία («ἐναυπηγοῦν
το νεῶν στόλον», Θουκ.)
αρχ.
(το μέσ.) ναυπηγοῦμαι, -έομαι
(μτφ) επινοώ, μηχανώμαι.