ναυσιφθόρος

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιφθόρος Medium diacritics: ναυσιφθόρος Low diacritics: ναυσιφθόρος Capitals: ΝΑΥΣΙΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: nausiphthóros Transliteration B: nausiphthoros Transliteration C: nafsifthoros Beta Code: nausifqo/ros

English (LSJ)

ναυσιφθόρον, ship-destroying, αὖραι Tim.Pers.144.

Greek Monolingual

ναυσιφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος.