ναυτεργάτης

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

ο
1. άτομο που εργάζεται πάνω σε εμπορικό πλοίο, χωρίς όμως να είναι ναυτολογημένο μέλος του πληρώματος
2. καθένας που προσφέρει ναυτική εργασία, ναυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + εργάτης].