εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
ο1. άτομο που εργάζεται πάνω σε εμπορικό πλοίο, χωρίς όμως να είναι ναυτολογημένο μέλος του πληρώματος2. καθένας που προσφέρει ναυτική εργασία, ναυτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + εργάτης].