ναυτεργάτης

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source

Greek Monolingual

ο
1. άτομο που εργάζεται πάνω σε εμπορικό πλοίο, χωρίς όμως να είναι ναυτολογημένο μέλος του πληρώματος
2. καθένας που προσφέρει ναυτική εργασία, ναυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + εργάτης].