ναυτοφυλακή

From LSJ

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source

Greek Monolingual

η
χώρος περιορισμού στην ξηρά ή πάνω σε πλοίο, όπου εκτίουν τήν ποινή τους ναύτες που καταδικάστηκαν στο ναυτοδικείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].