νεκροτομή
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
Greek Monolingual
και νεκροτομία, η (Μ νεκροτομία)
ιατρ. η ανατομική εξέταση πτώματος με διάνοιξη τών διαφόρων κοιλοτήτων και οργάνων, η οποία αποσκοπεί στην εξακρίβωση τών αιτίων του θανάτου ή σε άλλους ερευνητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -τομία (< -τόμος < τέμνω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. ως επιστημονικός όρος, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. necrotomy (< νεκρός + τομή)].