νεκροφάνεια

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

η
κατάσταση που χαρακτηρίζεται από προσωρινή παύση, επιβράδυνση στο έπακρο τών βιολογικών λειτουργιών, οι οποίες γίνονται αντιληπτές με μεγάλη δυσκολία και δίνουν στο άτομο την εμφάνιση νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροφανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Α. Καραγιάννη].