νεκρόκοσμος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des morts.
Étymologie: νεκρός, κόσμος.

Greek Monolingual

ο
ο κόσμος τών νεκρών, το σύνολο τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].