νεροκουβαλητής

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. νεροκουβαλήτρα (Μ νεροκουβαλητής)
αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά και πώληση νερού
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει βοηθητικές εργασίες υπηρετώντας κάποιον με δουλικό τρόπο
2. το θηλ. υδροφόρο πλοίο.