ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
ο, θηλ. νεροκουβαλήτρα (Μ νεροκουβαλητής)αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά και πώληση νερούνεοελλ.1. αυτός που κάνει βοηθητικές εργασίες υπηρετώντας κάποιον με δουλικό τρόπο2. το θηλ. υδροφόρο πλοίο.