νεροποντή

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

και νεροποντιά, η
1. αιφνίδια και ραγδαία βροχή
2. ορμητική ροή βρόχινων νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + ποντίζω.