νευραλγία

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

η
1. αυτόματος ή προκλητός, συνεχής ή παροξυσμικός πόνος, συχνά οξύς, που εδράζεται στο πεδίο διανομής ενός νεύρου
2. φρ. «νευραλγία τριδύμου» — έντονος πόνος στην περιοχή του προσώπου, στο σημείο όπου κατανέμεται το τρίδυμο νεύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevralgie < νευρ(ο)- + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].