νεφρίδιος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek (Liddell-Scott)
νεφρίδιος: -α, -ον, (νεφρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς νεφρούς, τὸ νεφρίδιον, τὸ στέαρ τῶν νεφρῶν, Ἱππ. 661. 38· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 557 προτιμᾷ νὰ μεταβάλῃ αὐτὸ εἰς νεφριαῖον, ὡς παρὰ Διοσκ. 2. 87.
Greek Monolingual
νεφρίδιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στους νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. ωμίδιος)].
German (Pape)
von den Nieren, die Nieren betreffend, δημός, Medic.; vgl. Lobeck zu Phryn. 557, nach dem es schlechter als νεφριαῖος ist.