νεφρό

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

το (Μ νεφρό και νεφρόν)
ο νεφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του νεφρός (), με αλλαγή γένους κατά το πλευρό, ενώ ο πληθ. νεφρά κατά τα ἥπατα. Κατ' άλλη άποψη, πρώτα σχηματίστηκε ο πληθ. νεφρά (κατά το ἥπατα) και μετά, υποχωρητικά, σχηματίστηκε ο ενικός νεφρό (το)].