νιούτον
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
φυσ. μονάδα μέτρησης δύναμης στο Διεθνές Σύστημα μονάδων, η οποία ισοδυναμεί με τη δύναμη που προσδίδει σε ένα ελεύθερο σώμα μάζας ενός χιλιογράμμου επιτάχυνση ίση με ένα μέτρο ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. newton, από το όν. του Isaac Newton (Ισαάκ Νεύτωνος), Άγγλου φυσικού, μαθηματικού και φιλοσόφου].