νοσσίδες

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek (Liddell-Scott)

νοσσίδες: «ὑπόδημα γυναικεῖον» (Ἡσύχ.)· νοσσίδες λεῖαι Ἡρώνδ. VII, 57.