ντεκοβίλ

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

και ντεκωβίλ, το
άκλ. είδος μικρού σιδηροδρομικού φορτηγού συρμού που κινείται σε γραμμή στενότερη από τη γραμμή τών κανονικών σιδηροδρόμων και χρησιμοποιείται στα μεταλλεία, τα ανθρακωρυχεία κ.ά. μεταφορές σε μικρές σχετικά αποστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decauville, από το επών. του Γάλλου βιομήχανου Decauville, που επινόησε αυτό το είδος σιδηροδρομικής άμαξας].