νυκτογυρισμένος

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source

Greek Monolingual

νυκτογυρισμένος, -η, -ον (Μ)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα και διασκεδάζει, ξενύχτης.