νυκτογυρισμένος

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

νυκτογυρισμένος, -η, -ον (Μ)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα και διασκεδάζει, ξενύχτης.