νυκτοπόλεμος

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπόλεμος: ὁ, πόλεμος ἐν ὥρᾳ νυκτός, Ἀφρικ. Κεστ. 310.-

Greek Monolingual

νυκτοπόλεμος, ὁ (Α)
πόλεμος που γίνεται τη νύχτα.

German (Pape)

ὁ, nächtlicher Krieg.