νυκτοπόλεμος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπόλεμος: ὁ, πόλεμος ἐν ὥρᾳ νυκτός, Ἀφρικ. Κεστ. 310.-
Greek Monolingual
νυκτοπόλεμος, ὁ (Α)
πόλεμος που γίνεται τη νύχτα.
German (Pape)
ὁ, nächtlicher Krieg.