νυκτοπόλεμος

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπόλεμος: ὁ, πόλεμος ἐν ὥρᾳ νυκτός, Ἀφρικ. Κεστ. 310.-

Greek Monolingual

νυκτοπόλεμος, ὁ (Α)
πόλεμος που γίνεται τη νύχτα.

German (Pape)

ὁ, nächtlicher Krieg.