νυκτοτριήμερος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοτριήμερος: -ον, νυκτ. ταφή, ἡ τριῶν ἡμερῶν καὶ ἴσων νυκτῶν ταφή, Ἀθαν. τ. 2, σ. 456Α.
Greek Monolingual
νυκτοτριήμερος, -ον (Μ)
φρ. «νυκτοτριήμερος ταφή» — ταφή τριών ημερονυκτίων.