νύμφαιον
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
German (Pape)
[Seite 268] τό, od. νυμφαῖον, vgl. Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 3, 311 u. Lob. Phryn. 351; Tempel der Nymphen, Plut. Alex. 7 Long. 1, 5; – τὰ νυμφαῖα, Fest der Nymphen, Sp. – S. nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
νύμφαιον: τό, ναὸς τῶν νυμφῶν, Πλουτ. Ἀλέξ. 7, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4616, περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τόμ. 2, σελ. 309, 30).
Greek Monotonic
νύμφαιον: τό (νύμφη), το ιερό των Νυμφών, σε Πλούτ.