ξένοιαστος

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source

Greek Monolingual

και ξέγνοιαστος και ξέννοιαοτος, -η, -ο ξενοιάζω
απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ήσυχος.