ξέχειλος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για δοχεία) γεμάτος ώς τα χείλη, υπερπλήρης
2. (για υγρά) αυτός που ξεχειλίζει, που ξεπερνά τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χείλος].