ξαναβρίσκω
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
1. βρίσκω κάτι ή κάποιον πάλι, ξανασυναντώ, επανευρίσκω
2. σκέπτομαι κάτι ξανά και αλλάζω γνώμη («πατέρα να το ξαναβρείς πάλι να 'ρθεις στο σπίτι μας, νά 'σαι με τα παιδία σου», Μαν. μοιρολ.).