ξανθόχλους

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ξανθόχλους, -ουν και -οος, -οον (Α)
κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν της ξερής χλόης («φοινικόχλοος
ξανθόχλοος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -χλοος / -χλους (< χλόη)].