ξεβράζω

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

(για τη θάλασσα) ρίχνω στη στεριά, εκβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έβρασα (βλ. και λ. ξε-) αόρ. του ἐκβράζω «βγάζω έξω στη στεριά»].