Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
1. αφαιρώ τμήμα της επιδερμίδας, προκαλώ εκδορές, αμυχές, γρατσουνίζω
2. (το μέσ.) ξεγδέρνομαι
παθαίνω εκδορές, αμυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-δέρω (βλ. λ. γδέρνω και ξε-)].