ξεγδέρνω

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

1. αφαιρώ τμήμα της επιδερμίδας, προκαλώ εκδορές, αμυχές, γρατσουνίζω
2. (το μέσ.) ξεγδέρνομαι
παθαίνω εκδορές, αμυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-δέρω (βλ. λ. γδέρνω και ξε-)].