Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
1. αφαιρώ τμήμα της επιδερμίδας, προκαλώ εκδορές, αμυχές, γρατσουνίζω2. (το μέσ.) ξεγδέρνομαιπαθαίνω εκδορές, αμυχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-δέρω (βλ. λ. γδέρνω και ξε-)].