ξεινοφόνος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
poet. for ξενοφόνος.
Greek Monolingual
ξεινοφόνος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ξενοφόνος.
German (Pape)
ep. für ξενοφόνος.