βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
1. αφαιρώ τα καρφιά από κάπου, ξηλώνω κάτι στερεωμένο με καρφιά («την περικεφαλαίαν του ζουλίζει, ξεκαρφώνει», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. (σχετικά με δόντια) βγάζω.